Lightning Rod

“Lightning rod, 150X150cm, beeswax-clay, 1995.

Από κατάλογο έκθεσης  “AD HOC AND IN SITU”,  Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, Ρέθυμνο, 1999.

Κείμενο Εμ. Μαυρομμάτης. 

 

Η εργασία του Τάσσου Τριανταφύλλου έχει ως προκαταρκτικό αντικείμενο επεξεργασίας της, την αναζήτηση του σημείου αναφοράς της εκάστοτε ζωγραφικής επιφάνειας που κατασκευάζει, στην μοναδικότητά  της, – αλλά επίσης και την αναζήτηση του σημείου της αναφοράς στις συνέχειες της ίδιας επιφάνειας,- στις επακόλουθες , επόμενες επιφάνειες.

 

Σ’ αυτό το σημείο εντοπίζεται η ειδική φυσιογνωμία αυτής της εργασίας την οποία θα θεωρήσουμε ως ένα συνεχή προθάλαμου του κάθε φορά επόμενου, εν δυνάμει να διαμορφωθεί ζωγραφικού έργου, – που πρόκειται να γίνει. Επίσης , αυτό το έργο θα είναι το εκάστοτε μοναδικό, αλλά θα είναι και η «σειρά»  ως έργο. Θα προστεθεί ότι ο καλλιτέχνης  εργάζεται συστηματικά με τις έρευνες αυτές, ως προς την προετοιμασία και ως προς την διατύπωση του αρχικού ζωγραφικού του συλλογισμού. Στη συνέχεια, ο συλλογισμός γίνεται ένα αντικείμενο το οποίο θα επεξεργαστεί ως επιφάνεια.

Πρόκειται για την έννοια του πεδίου σ’ αυτές τις εργασίες όπου ο συλλογισμός και η παράλληλη άσκησή του στις υλικές του μορφές, είναι ταυτόχρονες δραστηριότητες, μέσω των οποίων και τείνει να ορίζεται αυτή καθεαυτή η περαιτέρω περιοχή της δράσης τους.

Το πεδίο είναι ένα ανοιχτό έργο στο οποίο δεν προϋποτίθεται ούτε η εξάρτηση της καλλιτεχνικής εικόνας από την οποιαδήποτε προηγούμενη θεματική ή μορφολογική ή υλική της συνθήκη, ούτε και η εγκατάσταση της εργασίας ως πεδίου, συνεπάγεται  μια προϋποτιθέμενη εγκατάσταση αυτής της ειδικής συνθήκης.

Έτσι το 1993, στην Biennale του Μάαστριχτ, είχε παρουσιάσει την εργασία, «Το προσάναμμα ή το χωράφι» όπου επρόκειτο για ένα μεταλλικό πλέγμα με ξύλα προσανάμματος στο κέντρο και με την επιφάνεια χρωματισμένη με νερωμένο πηλό, – ως μια περιοχή άγρια η οποία μέσω της ακαταστασίας και της τραχύτητας της επιφάνειας, παρέπεμπε στο κεντρικό της σημείο, – στην εικονογραφική της και στην υλική της αναφορά, δηλαδή στα ξύλα του προσανάμματος.

Η ιδέα ότι το χωράφι είναι ένα πεδίο και ότι η ζωγραφική ως πεδίο αναφέρεται σε μια απεριόριστη επεκτασιμότητα της εργασίας, είναι η κεντρική ιδέα αυτής της αναζήτησης κατά την οποία το κεντρικό σημείο της επιφάνειας θα είναι η εκάστοτε αναφορά της, αλλά θα είναι και η παραπομπή του συνόλου σε ένα κεντρικό (παραπεμπτικό) στοιχείο οργάνωσης το οποίο συνεχώς θα αυτοαναφέρεται, μέσω της κεντρόφυγας τάσης του , να μετατίθεται διαδοχικά από το ένα κέντρο του έργου, στο κέντρο του επόμενου έργου της «σειράς».

Οι ιδέες αυτές είχαν ως διατύπωση της έκφρασής τους τις φυσικές ύλες που συνδέονται με την έννοια του πεδίου ως χωραφιού και με τα οργανικά υλικά, ως τα μέσα υλοποίησης της ακρίβειας των σχεδιαστικών ιδεών στην επιφάνεια.

Η έκθεση του καλλιτέχνη το 1994 στην Παιανία, στο φυσικό περιβάλλον των δέντρων και οι εργασίες που ακολούθησαν το 1995 σχετικά με το μέγεθος των επιφανειών  του πεδίου και των υλικών, μεταθέτουν το ερώτημα, από την απεριόριστη θεωρητικά και λογικά εν δυνάμει, αλλά και την φαντασιακή επέκτασή του συστήματος των κεντρόφυγων εργασιών, στην καθεαυτή λειτουργική επέκταση η οποία θα είχε ως αντικείμενο την επίπτωση του υλικού, στο είδος των εργασιών που επρόκειτο να γίνουν.

Έκτοτε ο καλλιτέχνης έχει προσανατολίσει τις εργασίες του προς δύο κατευθύνσεις. Η μια κατεύθυνση είναι σχετική με την λειτουργική επεξεργασία του συστήματος των κεντρόφυγων μετατοπίσεων από την μια επιφάνεια στην άλλη, ως προς ‘’σειρά’’, καθώς και με τον λειτουργικό προσδιορισμό του κέντρου, ως σημείου αναφοράς της υλικής επιφάνειας.

Αυτό έγινε με τις εργασίες του 1995 στις οποίες ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τις ‘’σωρούς’’ του κάρβουνου, στην κωνική τους μορφή, στους οποίους ανοίγει στο κέντρο την τρύπα από την οποία θα ρίξει την κόλλα για να ανακατέψει και να στερεοποιήσει το υλικό.

Αυτή είναι μια τεχνική των χτιστών με τις ύλες της οικοδομής. Η κεντρική τρύπα του κώνου του σωρού  γίνεται το υλικό σημείο αναφοράς και η επιφάνεια μεταβάλλεται σε καμπυλοειδή και κατεβαίνει προς τις άκρες.

Αυτά τα έργα έχουν λοιπόν το πάχος ενός σωρού που εκτονώνεται στην περιφέρεια.

Οι επόμενες εργασίες του καλλιτέχνη με το κερί, ακολουθούν επίσης την καμπυλοειδή διάταξη της επεξεργασίας μιας ξύλινης , τετράγωνης επιφάνειας, μόνο που εδώ χρησιμοποιεί το φλόγιστρο με τρόπο ώστε η επεξεργασία του κεριού με πάχη στο κέντρο και εκτόνωση στην περιφέρεια, να προκαλεί διαφόρων τύπων διαφάνειες, σχετικές με την διαφορετική ανάγνωση των επεισοδίων της ξύλινης επιφάνειας.[…]      

Εμ. Μαυρομμάτης