Press release
The Consulate General of Greece in Istanbul invites you to
the opening of the exhibition of Tassos Triandafyllou
“Identities”
Saturday, April 9, 2016, at 19.00
at Sismanoglio Megaro
(Sismanoglio Megaro, Istiklal Caddesi No 60, 34433, Beyoglu, Istanbul-Turkey)
Exhibition dates: 9-27 April 2016
Exhibition opening hours: Monday to Friday 15.00 – 20.00 Saturday 10.00 – 14.00
The artist Tassos Triandafyllou presents fifteen large scale works of art as well as a video inspired by 19th century gravestones of the Greeks (Romioi) at the Monastery of Zoodochos Pege – Balouki in Istanbul.
The exhibition has already been shown at the Byzantine & Christian Museum in Athens in 2014.
Each work is made using the technique of frottage, thereby giving an absolutely identical image of the original. An authentic imprint without any mechanical intervention (such as photography), it is the result of an immediate transfer by the artist to reproduce the image.
“The first time I visited the Monastery of Zoodochos Pege – Baloukli in Istanbul was in April 2010.
There, I saw tombstones belonging to the Greeks of Istanbul, which having been moved from cemeteries to the Monastery, now pave its courtyard, like a huge marble “puzzle”.
These images, despite their erosion, show two elements that interested me.
The first is the simple engraved inscriptions giving the identity of the deceased: date and place of birth, details of spouse, date of death. In some cases the language used is Greek while in others it is “Karamanli”.
The second is that below each text there are embossed symbols of the tools of his trade. For instance, hammers, chisels, etc represent a craftsman, scales and pack animals represent a merchant, ladles and strainers represent a cook. Some of these marble gravestones have more abstract designs and do not clarify a particular profession.
These memorials date from the early to mid 19th century.”
“During the time I worked to create these works and even now that I consider them as stand-alone entities, standing in front of me, they are a strong point of reference, in my thoughts, a dialectic of the immense topic referring to the concept of absence, the definition of memory and how the different attitudes of societies towards death serve as the mirror of each culture.”
Tassos Triandafyllou
Tassos Triandafyllou was born in Thessaloniki in 1962, he studied painting at the Athens School of Fine Arts (1987-1991). He followed postgraduate studies (MFA) at Edinburgh College of Art, Herriot Watt University (The University of Edinburgh), Scotland (1997 -1999).
His works can be found in the collection of the General Bank of Greece, the Byzantine and Christian Museum in Athens, at the Contemporary Art Museum of Crete as well as in private collections in Greece, the Netherlands, Great Britain.
Curator
Vassia Karkayanni-Karabelia
Art Historian, Αrt Critic (AICA France)
For more information please contact the Consulate General of Greece in Istanbul +90 212.244.93.35 and sismanogliomegaro@gmail.com
Δελτίο τύπου
Το Προξενείο Κωνσταντινούπολης σας προσκαλεί
στα εγκαίνια της έκθεσης του Τάσσου Τριανταφύλλου
«Ταυτότητες»
Σάββατο9 Απριλίου 2016, στις 19.00
στο Σισμανόγλειο Μέγαρο
(Sismanoglio Megaro, Istiklal Caddesi No 60, 34433, Beyoglu, Istanbul-Turkey)
Διάρκεια Έκθεσης: 9-27 Απριλίου 2016
Ώρες λειτουργίας Έκθεσης: Δευτέρα έως Παρασκευή 15.00 – 20.00, Σάββατο 10.00 – 14.00
Ο εικαστικός Τάσσος Τριανταφύλλου παρουσιάζει δέκα πέντε έργα μεγάλων διαστάσεων και ένα video με αφορμή τα ταφικά μνημεία των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη του 19ουαι. από την Μονή Ζωοδόχου Πηγής- Μπαλουκί.
Η έκθεση είχε παρουσιαστεί το 2014 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα.
Τα έργα είναι κατασκευασμένα με την τεχνική του frottage , η εικόνα που παράγεται είναι απολύτως πιστή, είναι μια αυθεντική, απευθείας αποτύπωση χωρίς τη μεσολάβηση ενός μηχανικού μέσου όπως είναι η φωτογραφία και κυρίως συνδυάζει την άμεση διαμεσολάβηση της χειρονομίας του ίδιου του καλλιτέχνη στην αναπαραγωγή της εικόνας.
«Επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη Μoνή της Ζωοδόχου Πηγής – Μπαλουκλή, στην Κωνσταντινούπολη, τον Απρίλιο του 2010.
Εκεί, είδα τις ταφόπλακες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες αφού μεταφέρθηκαν από τα κοιμητήρια στο χώρο της Μονής, καλύπτουν , σαν ένα τεράστιο μαρμάρινο «παζλ», το έδαφος της αυλής του εκεί χώρου..
Οι εικόνες αυτές, παρόλη τη φθορά που έχουν υποστεί από το χρόνο, έχουν δυο στοιχεία που με ενδιέφεραν.
Το πρώτο στοιχείο είναι τα σύντομα, αλλά περιεκτικά σε πληροφορίες ,εγχάρακτα κείμενα που αναφέρονται στην ταυτότητα του αποθανόντος: Πού γεννήθηκε ,πού έζησε, τι δουλειά έκανε, με ποιον ή με ποια παντρεύτηκε και πότε πέθανε. Η γλώσσα σε κάποια είναι η Ελληνική και σε κάποια άλλα η «Καραμανλίδικη»
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι κάτω από τα κείμενα υπάρχουν, σε ανάγλυφη μορφή, παραστάσεις με τα εργαλεία της δουλειάς του κάθε ανθρώπου. Δίνω ένα παράδειγμα: εάν πχ ήταν τεχνίτης, θα δούμε τα εργαλεία της δουλειάς του: σφυριά , καλέμια, κλπ, στον έμπορο αντίστοιχα βλέπουμε ζυγαριές, ζώα που μεταφέρανε τα εμπορεύματα , στο μάγειρα κουτάλες , τρυπητήρια. Κάποιες από αυτές τις μαρμάρινες πλάκες έχουν πιο αφαιρετικά σχέδια και δεν κάνουν σαφείς αναφορές σε κάποια εργασία.Οι πλάκες χρονολογούνται από την αρχή έως τα μέσα του 19ου αιώνα» .
«Στον χρόνο που εργάστηκα για να πραγματοποιηθούν τα έργα αυτά, αλλά και τώρα που τα βλέπω σαν αυθύπαρκτες οντότητες, να στέκονται απέναντί μου, αποτελούν ένα δυνατό σημείο αναφοράς στη σκέψη μου, μιας διαλεκτικής του τεράστιου θέματος της έννοιας της απουσίας, το τι είναι μνήμη και πως η αντιμετώπιση του θανάτου από τις κοινωνίες είναι ο καθρέφτης του κάθε πολιτισμού»
Τάσσος Τριανταφύλλου
Ο Τάσσος Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1962,σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1987- 1991) ,στο Edinburgh College of Art, Herriot Watt University (The University of Edinburgh), Scotland, όπου και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές MFA (1997-1999).
Έργα του βρίσκονται στη Συλλογή της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα, στο Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας Ρεθύμνης και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία.
Επιμέλεια έκθεσης Βάσια Καρκαγιάννη- Καραμπελιά
Ιστορικός Τέχνης, τεχνοκριτικός (AICA -France)
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε με το Προξενείο Κωνσταντινούπολης στο +90 212.244.93.35 και στο sismanogliomegaro@gmail.com
Τοποθέτηση πάνω στη δουλειά μου
Το 1997-99 στα πλαίσια ενός μεταπτυχιακού βρίσκομαι στο Εδιμβούργο. Η μέχρι τότε δουλειά μου είχε να κάνει κυρίως με την οργάνωση και ανάπτυξη —στον χώρο των δύο αλλά και των τριών διαστάσεων— διαφόρων υλών όπως κερί, κάρβουνο, γύψος, ξύλα κ.λπ. Παράλληλα αρχίζω να ερευνώ τις δυνατότητες της γραφής ως εκφραστικού μέσου.
Η περιπέτεια αυτής της έρευνας ξεκινά όταν αρχίζω να γράφω την πρόταση «The artist is the creator of beautiful things», πρώτος αφορισμός για την τέχνη του Oscar Wilde, επαναλαμβανόμενα στην επιφάνεια ενός χαρτιού. Όταν γεμίζει η σελίδα του χαρτιού, επανέρχομαι και γράφω, με την ίδια πάντα πρόταση, πάνω σε αυτό που ήδη έχει γραφεί. Αυτή η δράση επαναλαμβάνεται τόσες φορές, μέχρις ότου χαθεί το οπτικό «σήμα» της λέξης. Το αποτέλεσμα που προκύπτει ως τελική εικόνα, είναι ιδιαίτερα πυκνές γραμμές με μεγάλη ένταση, λόγω των αλλεπάλληλων επικαλύψεων της επιφάνειας με τις γραφές. Αυτό που απεικονίζεται στην ουσία είναι η ενέργεια του χεριού μου πάνω στο χαρτί καθώς γράφει. Αυτές τις εικόνες που προκύπτουν τις εντάσσω συνθετικά σε κύκλους, τετράγωνα, και γραμμές. Μάλιστα, βιντεοσκοπώ αυτήν τη δράση, και έτσι υπάρχει εκδοχή αυτής της εργασίας, σε video art.
Συνεχίζοντας τη δράση με τη γραφή καταλήγω, σε μεταγενέστερα έργα μου, να καταργήσω ακόμα και τη φράση αφορισμό του Oscar Wilde που χρησιμοποιούσα και να αφεθώ σε μια εντελώς «αρχετυπική» μορφή γραφής (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο) με τέτοια πυκνότητα γραμμών ούτως ώστε το τελικό αποτέλεσμα της εικόνας να μην μαρτυρά την αρχική πρόθεση του γραψίματος. Έτσι προκύπτουν έργα όπως μία σειρά από μαύρους κύκλους με ένα στρογγυλό κενό σαν κέντρο. Θέλω να τονίσω ότι αυτά τα έργα προκύπτουν μετά από την εργασία μου με την επαναλαμβανόμενη γραφή και τα θεωρώ εξέλιξη αυτής της έρευνας.
Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα την έρευνά μου και βρίσκοντας επιφάνειες (ορυκτά, ξύλα, σίδερα κ.α.) ακουμπώ επάνω τους τα χαρτιά μου και βγάζω τα αποτυπώματά τους με απόλυτη πυκνότητα γραφής με τη μέθοδο του frottage. Έτσι, η χειρονομία που αρχικά είναι γραφή, βρίσκει τώρα την έκφρασή της, στην απόλυτα μαύρη επιφάνεια που προκύπτει μέσω αυτών των αποτυπώσεων.
Η έρευνά μου αυτή βρίσκει μια πολύ σοβαρή έκφραση στις ταφικές πλάκες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που βρίσκονται σήμερα στην Πόλη, στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής- Μπαλουκλί. Από εκεί και με αυτόν τον τρόπο προκύπτουν τα 15 έργα που παρουσιάζονται στο Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα.
Τα έργα αυτά λοιπόν, είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που αρχίζει με την έρευνα του ζωγραφικού μου χώρου με την ενέργεια της γραφής και συναντάει την εξέλιξη της έκφρασής της στην αποτύπωση αυτών των επιφανειών.
Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας έχει και ιστορικό ενδιαφέρον, κατά βάση όμως ήταν το αποτέλεσμα του «έρωτα» ενός ζωγράφου με την εικόνα αυτών των μαρμάρινων πλακών και του χώρου στον οποίο βρίσκονται.
Ίσως τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στη ζωή μας έρχονται όταν είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι να αφεθούμε στις συμπτώσεις.
Κάπως έτσι με έφερε και εμένα ο δρόμος μου μπροστά σε αυτές τις πλάκες, όταν την άνοιξη του 2010, με μια μικρή ομάδα μαθητών γυμνασίου, παρατήρησα, μαζί με τα παιδιά, τον χώρο, και εντόπισα το ενδιαφέρον και τη σημασία των πλακών αυτών.
Μπήκα λοιπόν στην διαδικασία να αποτυπώνω ταφικές πλάκες ανθρώπων που δεν είχα γνωρίσει ποτέ, πώς θα μπορούσε, είχαν ζήσει σε διαφορετικό χρόνο και τόπο από εμένα.
Τι κοινό να με ένωνε όμως, με όλους αυτούς τους απόντες, εμένα, που από καταγωγή αλλά και γεωγραφικά δεν συσχετίζομαι μαζί τους;
Νομίζω ότι θα πρέπει να είναι η κοινή μας γλώσσα, τα α, τα ο, τα βου τα γου τα ρω, φωνήεντα και σύμφωνα που προφέραμε και επικοινωνήσαμε και εκφραστήκαμε στις ζωές μας, ο καθένας στον βαθμό που είχε την ανάγκη να το κάνει.
Αυτά τα στοιχεία της αλφαβήτου, της Ελληνικής γλώσσας, της κοινής μας γλώσσας, ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται για να γραφτεί κείμενο μιας ξένης προς εμάς γλώσσας όπως είναι η Τουρκική (Καραμανλίδικη γραφή) συνεχίζουν, φαίνεται, να μεταδίδουν μια ενέργεια που λειτουργεί ως δυνατός συνεκτικός ιστός μεταξύ ανθρώπων που την μίλησαν και ανθρώπων που συνεχίζουν να την μιλούν ακόμα.
Και από κάτω οι ανάγλυφες παραστάσεις να προσδιορίζουν κάτι από τη δραστηριότητα αυτών των ανθρώπων όσο ήταν εν ζωή, ποιο το επάγγελμά τους, και γενικότερα η θέση τους στην εποχή και στον τόπο που έζησαν.
Οι πλάκες αυτές φτιάχνουν ένα τεράστιο μαρμάρινο πάζλ που καλύπτει τον χώρο της αυλής του μοναστηριού. Θέλω να πω, οι επισκέπτες πατάνε πάνω τους για να διασχίσουν τον χώρο.
Αυτό που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι η αλλαγή της χρήσης αυτών των πλακών και ότι ένας καλλιτέχνης τις αποτυπώνει και παρουσιάζει το αποτέλεσμα της εικόνας τους κάθετα στον τοίχο, στο ύψος των ματιών μας.
Τέλος, στον χρόνο που εργάστηκα για να πραγματοποιηθούν τα έργα αυτά, αλλά και τώρα που τα βλέπω σαν αυθύπαρκτες οντότητες, να στέκονται απέναντί μου, αποτελούν ένα δυνατό σημείο αναφοράς, στη σκέψη μου, μιας διαλεκτικής του τεράστιου θέματος της έννοιας της απουσίας, το τι είναι μνήμη και πως η αντιμετώπιση του θανάτου από τις κοινωνίες είναι ο καθρέφτης του κάθε πολιτισμού.
Τάσσος Τριανταφύλλου
Inscriptions in Karamanli at the Monastery of Zoodochos Pege in Baloukli
“Karamanlides” are called the native Turkish-speaking Greeks from central Asia Minor, who wrote and read in Turkish with Greek characters.
That name was given to them from the Turkish emirate “Karamanogullari”, established in the region in 1256, after the disintegration of the state of Seljuks.
From this emirate, with a population of some two million, which extended from Caesarea to Isparta and Ankara to “Antalya”, the region was named “Karaman” and all its inhabitants Karamanlis or Karamanites. However, its former name was Cappadocia and its inhabitants were called Cappadocians respectively.
The most important fact about the Cappadocians, which perhaps explains the use of the Turkish language, was recorded at the time of the Karamanogullari emirate. On 13 May 1277, the vizier Mehmet Bey decreed that no language but Turkish should be spoken in the council of state (Divan), the dervish lodge, the court, the assembly, the square and other open spaces. According to this decree, the Greeks of Cappadocia had to speak Turkish.
The time came when in Church the Gospel book, The Acts of the Apostles, the Book of Prophecies, the Hymns to the Virgin Mary etc. were read in Turkish, while at the same time Turkish names replaced the Greek ones.
The Turkish-speaking Cappadocians could no longer read any text in Greek or Turkish, as they knew neither Greek, nor the old Turkish language with Arabic and Persian characters.
It is believed that the so-called “karamanli” script, Turkish with Greek characters was a consequence of this situation.
The Patriarchate was also interested in people from the East and often used Turkish with Greek characters for the announcement of its decisions. The first known sijill, addressing to the parishes of Istanbul, was written in this way in 1763 and refers to the founding and maintenance of the Greek school.
In Istanbul the cemetery of people from the East was in Baloukli, close to “Yedikule ” and ” Samatya” districts and opposite the Silivri Gate. According to one of the oldest employees of the Monastery, gravestones with inscriptions in Greek, Karamanli and Serbian were transferred from the cemetery around 1930 and paved the courtyard of the monastery. The oldest one dates back to 1838 and the latest to 1878.
The incised marks found on some gravestones are characteristic and refer to the vocation of the interred. A jug with a glass for the publicans (tapsters), scales for the grocers, trowel and plumb line for the builders etc.
Anastasios Iordanoglou
"The visible and the invisible" in the works of Tassos Triandafyllou from the funerary monuments of the Monastery of Zoodochos Pege in Constantinople.
Brief reference to Greek funerary art
The study of funerary art through the multitude and diversity of artistic objects classified as funerary has always been a rich source of information about the perceptions of societies on death and the notion of “afterlife”, giving researchers the opportunity to broaden their research and knowledge.
In ancient Greece, works of art such as pottery, sculptures, paintings and pieces of miniature art aimed at ensuring the preservation of the memory of the dead by those who were still alive, guaranteeing in this way their immortality. Reliefs, statues and tombstones containing a short engraved funerary text, often written in verse, as well as white lecythi placed in graves as offerings to the dead, comprised the most widespread and traditional forms of artistic expression in memorizing the dead.
In the rise of Christianity, the spread of the message of the Christian doctrine was accomplished through the encrypted symbols adorning the frescos, catacombs and the Christians’ sarcophagi. The aim of the first Christian artists was not to give prominence to human external characteristics, nor to the detailed and precise depiction of forms or their appealing portraiture, but an effective recording of the components of the Christian “visual vocabulary” in order to familiarize new initiates with the Christian teachings.
In the Byzantine era, works of art with iconographic themes related to death and salvation were considered as an integral part of the rituals to honor the dead. Among the most complex decorated tombs of the Byzantines were the built-in cenotaphs where the deceased was depicted in paintings or mosaics on their rear wall or in embossed decoration of the sarcophagi adorning them.
From the picture to the symbol, from existence to memory
In the summer of 2010, the artist Tassos Triandafyllou visited the Monastery of Zoodochos Pege at Baloukli in Constantinople and after being given the permission of the Patriarchate he created 15 works-imprints of gravestones of Greeks who lived there in the 19th century using the technique of frottage. Based on this technique, which was initially associated with typography and was ‘ reinvented ‘ by Marx Ernst in 1925, the artist uses graphite to imprint an embossed surface on paper.
The depiction of objects associated with the professional and/or social status of each deceased is of particular interest in these tombs. Instead of the image of the dead, the representative tools of their profession are depicted, activating in this way a process of envisioning of their forms. The utter lack of their image does not impede the viewer from “immortalizing” these figures in his conscience. On the contrary, it gives him immense freedom in the formation of their portraits.
The act of reproduction of these funerary monuments from the original entails a multidimensional significance.
On a symbolic level, these visible signs of the existence of the aforementioned people bear witness and can be used as indicators of memory, whose traces are followed by the viewer to experience the inherent consistency of human life over time. At the same time, they can be seen as extremely important historical documents of a record of Greeks who lived in Constantinople during the 19th century.
As an artistic act, these works include an interesting aspect of the philosophical idea of “imitation of the primary”, the authentic and unique, mainly because of their nature as imprints of a preexisting perceptible image. Concepts such as the duality of the original and the image, the re-production of the latter, the unique and the manifold are issues which were looked into extensively by the ancient Greek philosophers and continue until today to engross the thought of contemporary philosophers. The imprint is always encompassed by an inescapable, persistent sense of doubt about the essence of its nature, and its similarity to the original is accurate, but at the same time it raises questions about its identity as a separate entity. For the artist himself, these works are autonomous entities arising in the context of a personal systematic and long-term investigation of the image in a technical, conceptual and stylistic – iconographic level. Their underlying system of connotations and theory which gives meaning to them is revealed to the viewer through a transfer from the surface to their depth, and vice versa, without qualitative ranking of the two concepts. The existence of the specific works is interwoven with the act itself – their production process using the technique of frottage, which requires concentration and precision in order to create the imprint and through which the existential and empirical aspects of the artwork are constantly reaffirmed. Through the reproduction of the image occurs an eternal return of the forms and the evanescence of life emerges as the most important part of a continuous process of separation – creation from the authentic to the imprint, seemingly accomplished but never final.
On an ontological level, these works of Tassos Triandafyllou can be seen as “portraits” which transcend the material world of the images and approach the unseen world of symbols. Nevertheless, the main aim of his artistic act is accomplished in the field of the perceptible and his works reveal their autonomy as visible images with the power to act as a means of contemplation and insight through their interaction with the viewer.
Vassiliki Athena Vayenou
Art Historian
Περί «ορατών και αοράτων» στα έργα του Τάσσου Τριανταφύλλου απά τα ταφικά μνημεία της Ιεράς Μονής της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη
Σύντομη αναφορά στην Ελληνική ταφική τέχνη
Η μελέτη της ταφικής τέχνης μέσω του μεγάλου αριθμού και της ποικιλομορφίας των καλλιτεχνικών αντικειμένων που χαρακτηρίζονται ως ταφικά έχει ανέκαθεν αποτελέσει μια πλούσια πηγή πληροφοριών σχετικά με τις αντιλήψεις κοινωνιών για τον θάνατο και την έννοια της «μεταθανάτιας ζωής», προσφέροντας στους μελετητές ένα ευρύ πεδίο έρευνας και γνώσης.
Στην αρχαία Ελλάδα έργα κυρίως κεραμικά, γλυπτικά, ζωγραφικά και δημιουργήματα της μικροτεχνίας στόχευαν στην εξασφάλιση της διατήρησης της μνήμης του νεκρού από τους ζώντες, δηλαδή στην αθανασία του. Ανάγλυφα, αγάλματα και επιτύμβιες στήλες με εγχάρακτο μικρό επιτάφιο κείμενο, συχνά σε έμμετρο λόγο, καθώς και λευκές λήκυθοι που αποθέτονταν σε τάφους ως προσφορές στους νεκρούς, συνιστούσαν τις πιο διαδεδομένες και παραδοσιακές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης με προορισμό τη μνημόνευση των νεκρών.
Κατά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν η διάδοση του μηνύματος του Χριστιανικού δόγματος συντελείτο μέσα από τα κρυπτογραφημένα σύμβολα που κοσμούσαν τις τοιχογραφίες, τις κατακόμβες και τις σαρκοφάγους των Χριστιανών. Στόχος των πρώτων Χριστιανών καλλιτεχνών δεν ήταν η ανάδειξη των εξωτερικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, ούτε η λεπτομερής και ακριβής αποτύπωση των μορφών ή μια ελκυστική στο μάτι απόδοση τους, αλλά μια αποτελεσματική καταγραφή των σημείων του Χριστιανικού «οπτικού λεξιλογίου» με σκοπό την εκπαίδευση των νέων μυημένων στα Χριστιανικά διδάγματα.
Στα Βυζαντινά χρόνια έργα με εικονογραφικά θέματα σχετικά με τον θάνατο και τη σωτηρία αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι των τελετουργιών προς τιμήν των νεκρών. Από τα πιο περίπλοκα διακοσμημένα ταφικά μνημεία των Βυζαντινών ήταν τα εντοιχισμένα κενοτάφια, όπου ο νεκρός απεικονιζόταν σε τοιχογραφίες ή μωσαϊκά στον πίσω τοίχο τους ή σε ανάγλυφη διακόσμηση σε σαρκοφάγους που τα στόλιζαν.
Από την εικόνα στο σύμβολο, από την ύπαρξη στη μνήμη
Το καλοκαίρι του 2010 ο εικαστικός Τάσσος Τριανταφύλλου επισκέπτεται τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής – Μπαλουκλί στην Κωνσταντινούπολη και με την άδεια του Πατριαρχείου δημιουργεί μέσω της τεχνικής του frottage 15 έργα-αποτυπώματα ταφικών πλακών Ελλήνων που έζησαν εκεί τον 19ο αιώνα. Κατά την τεχνική αυτή, η οποία σχετίστηκε αρχικά με την τυπογραφία και την οποία «εφήυρε» εκ νέου ο Marx Ernst το 1925, ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί γραφίτη για να αποτυπώσει σε χαρτί ή αλλού μια ανάγλυφη επιφάνεια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτά τα ταφικά μνημεία παρουσιάζει η απεικόνιση αντικειμένων που σχετίζονταν με την επαγγελματική και/ή κοινωνική θέση του κάθε νεκρού. Αντί για την εικόνα του νεκρών απεικονίζονται τα αντιπροσωπευτικά εργαλεία της επαγγελματικής ιδιότητας τους, τα οποία και ενεργοποιούν μια λειτουργία οραματισμού των μορφών τους. Η παντελής έλλειψη της εικόνας τους δεν εμποδίζει το θεατή να «απαθανατίσει» τα πρόσωπα αυτά στη συνείδηση του, αντίθετα του παρέχει απόλυτη ελευθερία στη συγκρότηση των πορτρέτων τους.
Η πράξη της αναπαραγωγής των ταφικών αυτών μνημείων από τα πρωτότυπα τους ενέχει μια πολυδιάστατη σημασία.
Σε ένα συμβολικό επίπεδο τα ορατά αυτά σήματα της ύπαρξης των συγκεκριμένων ανθρώπων στέκονται μάρτυρες και οδηγοί μνήμης, τα ίχνη των οποίων ακολουθεί ο θεατής για να βιώσει την εγγενή συνοχή της ανθρώπινης ζωής με το χρόνο. Ταυτόχρονα συνιστούν σημαντικότατα ιστορικά ντοκουμέντα ενός αρχείου Ελλήνων που έζησαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 19ο αιώνα.
Ως πράξη εικαστική τα έργα αυτά εμπεριέχουν μια ενδιαφέρουσα παράμετρο της φιλοσοφικής ιδέας της «μίμησης του πρωταρχικού», του αυθεντικού και μοναδικού, ακριβώς λόγω της φύσης τους ως αποτυπωμάτων μιας προϋπάρχουσας αισθητής εικόνας. Έννοιες όπως το ζεύγος προτύπου και εικόνας, της ανα-παραγωγής της τελευταίας, του ενός και των πολλών είναι ζητήματα που διερεύνησαν εκτενώς οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να απασχολούν τη σκέψη των σύγχρονων φιλοσόφων. Το αποτύπωμα περιβάλλεται πάντα από μια αναπόφευκτη, επίμονη αίσθηση αμφιβολίας σχετικά με την ουσία της φύσης του, καθώς η ομοιότητα του με το πρωτότυπο είναι μεν ακριβής, ταυτόχρονα όμως εγείρει και ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητα του ως ξεχωριστής οντότητας. Για τον ίδιο τον καλλιτέχνη τα έργα αυτά αποτελούν αυθύπαρκτες οντότητες γεννημένες στα πλαίσια μιας προσωπικής συστηματικής και μακρόχρονης διερεύνησης της εικόνας σε τεχνικό, εννοιολογικό και μορφολογικό-εικονογραφικό επίπεδο. Το σύστημα των σημασιών που φέρουν και η θεωρία που τα νοηματοδοτεί αποκαλύπτεται στον θεατή μέσα από μια διαδρομή από την επιφάνεια στο βάθος τους και αντίστροφα, χωρίς ποιοτική ιεράρχηση των δύο εννοιών. Η ύπαρξη των συγκεκριμένων έργων είναι συνυφασμένη με την ίδια την πράξη-διαδικασία της παραγωγής τους μέσω του frottage, που απαιτεί συγκέντρωση και ακρίβεια για να δημιουργηθεί το αποτύπωμα και μέσω της οποίας το υπαρξιακό και εμπειρικό στοιχείο του έργου τέχνης επαναβεβαιώνεται διαρκώς. Μέσω της αναπαραγωγής της εικόνας συντελείται μια αιώνια επιστροφή των μορφών και το εφήμερο της ζωής αναδεικνύεται ως το πιο σημαντικό κομμάτι μιας συνεχούς διαδικασίας διαχωρισμού-δημιουργίας από το πρωταρχικό στο αποτύπωμα, φαινομενικά τελεία μα ποτέ τελική.
Σε ένα οντολογικό επίπεδο, τα έργα αυτά του Τάσσου Τριανταφύλλου μπορούν να χαρακτηριστούν ως «πορτρέτα» που υπερβαίνουν τον υλικό κόσμο των εικόνων και πλησιάζουν τον άορατο κόσμο των συμβόλων. Ο κύριος όμως στόχος της εικαστικής πράξης του Τάσσου Τριανταφύλλου ξεκινά από και ολοκληρώνεται στο χώρο του αισθητού και τα έργα του αναδεικνύουν την αυτονομία τους ως ορατές εικόνες που έχουν τη δύναμη να λειτουργούν ως μέσα για στοχασμό και γνώση κατά τον διάλογο τους με τον θεατή.
Βασιλική Αθηνά Βαγενού
Ιστορικός τέχνης
Καραμανλήδικες επιγραφές της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου πηγής Βαλουκλή
Επικράτησε να λέγονται “Καραμανλήδες” οι γηγενείς Έλληνες της κεντρικής Μικράς Ασίας, οι οποίοι ως τουρκόφωνοι έγραφαν και διάβαζαν στα τουρκικά με ελληνικά γράμματα.
Την ονομασία αυτή πήραν από το τουρκικό εμιράτο “Karamanogullari” που ιδρύθηκε στην ίδια περιοχή στα 1256, μετά την διάλυση του κράτους των Σελτζούκων.
Από το εμιράτο αυτό, που είχε πληθυσμό δύο εκατομμύρια περίπου και εκτεινόταν από την Καισάρεια ως την Σπάρτη (Isparta) και από την Άγκυρα ως την “Αττάλεια” , ονομάστηκε “ Καραμανία” (Karaman) όλη η περιοχή και Καραμανλήδες ή Καραμανίτες όλοι οι κάτοικοι. Ωστόσο η προηγούμενη ονομασία του τόπου ήταν Καππαδοκία και των κατοίκων της Καππαδόκες.
Το σημαντικότερο γεγονός για τους Καππαδόκες που εξηγεί ίσως την χρήση της τουρκικής γλώσσας απ΄ αυτούς σημειώθηκε την εποχή του εμιράτου Karamanogullari . Στις 13 Μαίου 1277 ο βεζίρης Μεχμέτ Βέης εισηγήθηκε να μη χρησιμοποιείται άλλη γλώσσα εκτός από την τουρκική στο Διβάνιο, στην μονή των Δερβισών, στην αίθουσα ακροάσεων της βασιλικής Αυλής , στο δικαστήριο, στην πλατεία και σε άλλους ανοιχτούς χώρους. Με την απόφαση αυτή οι Έλληνες της Καππαδοκίας υποχρεώθηκαν να μιλούν τα τούρκικα.
Ήρθε καιρός που στην Εκκλησία το Ευαγγέλιο , ο Απόστολος, οι Προφητείες, οι Χαιρετισμοί κ.α. διαβάζονταν στα τουρκικά, ενώ ταυτόχρονα τουρκικά ονόματα αντικαθιστούσαν τα ελληνικά
Οι Καππαδόκες όσοι έγιναν τουρκόφωνοι, δεν μπορούσαν πια να διαβάσουν κανένα κείμενο ούτε στα ελληνικά ούτε στα τουρκικά, γιατί ούτε την ελληνική γλώσσα ήξεραν, ούτε και την παλαιά τουρκική γραφή με τους αραβοπερσικούς χαρακτήρες.
Πιστεύουμε ότι η λεγόμενη “καραμανλήδικη” γραφή δηλ. τουρκική γλώσσα με ελληνικούς γραφικούς χαρακτήρες υπήρξε υποχρεωτική απόρροια αυτής της κατάστασης.
Αλλά και το Πατριαρχείο έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Ανατολίτες και χρησιμοποιούσε πολλές φορές την τουρκική με ελληνικά γράμματα για την αναγγελία των αποφάσεων του. Το πρώτο γνωστό σιγίλλιο, γραμμένο με αυτόν τον τρόπο προς τις ενορίες της Πόλης είναι εκείνο του έτους 1763, που αναφέρεται στην ίδρυση και συντήρηση της ελληνικής σχολής.
Στη Κωνσταντινούπολη το νεκροταφείο των Ανατολιτών βρισκόταν στο Βαλουκλί, κοντά στις συνοικίες “Επταπυργίου” και “Υψωμαθείων” και απέναντι από την πύλη της Σηλυβρίας. Σύμφωνα με πληροφορίες ενός από τους παλαιότερους υπαλλήλους της Μονής, ταφόπετρες με ελληνικές , καραμανλήδικες και σερβικές επιγραφές μεταφέρθηκαν από το Νεκροταφείο γύρω στα 1930 και στρώθηκαν στο αυλόγυρο της μονής. Η πιο παλιά φέρει ημερομηνία 1838 και ημεταγενέστερη1878
Χαρακτηριστικές είναι οι παραστάσεις που υπάρχουν σε ορισμένες ταφόπετρες και αναφέρονται στο επάγγελμα του ενταφιασμένου. Καράφα με ποτιράκι για τους ταβερνιάρηδες , ζυγαριά για τους παντοπώλες, νήμα της στάθμης, μυστρί για τους κτίστες κ. α.
Tassos Triandafyllou discusses about “Identities”with Vassia Karkayanni - Karabelia
V.K: Following your artistic career for many years and having watched with great interest the ”adventure” – as you call it – of your research concerning writing, the imprint of a great variety of materials and forms as well as the transformation of all these experiential archetypes into original creations, I would first like to ask how and through which artistic and spiritual processes do you choose the quest for the ” possibilities of writing ” as a means of expression.
With regards to the specific work of your ‘imprints’ of the gravestones at the Monastery of Zoodochos Pege in Baloukli, Istanbul, could you talk about the unexpected fascination you experienced which led you to the process of imprinting them?
V.T: The adventure of this research begins in 1997 in Edinburgh when I come up with an idea prompted by the quote «The artist is the creator of beautiful things», (Oscar Wilde’s first aphorism about art), I begin to write incessantly across the surface of a piece of paper until it is completely covered. I then repeat the procedure, using the same sentence, time and time again, until the visual ‘sign’ of the word can no longer be recognised.
What is actually depicted is the energy of my hand on the paper while it is writing. I integrate the emerging images synthetically in a synthesis of circles, squares, lines, even video.
I indulge myself in a completely “archetypal” form of writing (if something like that can be said), with such density of lines that, in the final image, it is not possible to detect the original intention of writing. This led to the creation of works consisting of a series of black circles around an empty central space. I want to point out that these works emerge after working with my repetitive writing and I consider them as development of this research.
Expanding this procedure even further and finding surfaces (minerals, wood, iron, etc.) I place paper on them and produce their imprints with absolute density of writing using the technique of frottage.
Thus, the gesture which was initially writing, is at this point depicted on the absolutely black surface that arises from these imprints.
This particular research finds its most serious expression on the gravestones of the Greeks of Constantinople which can currently be found at the Monastery of Zoodochos Pege in Baloukli, Istanbul. Therefore, these works are the result of a process which begins with the research of my pictorial space with the action of writing. The development of its expression is achieved through the depiction of these surfaces.
V.K: What personally fascinates and excites me at the same time about these works is their elusive character. The objects themselves – the imprinted gravestones – signify the notion of absence, death. Moreover, the script in Greek letters but in a different language (Turkish, Karamanli) enhance the sense of absence of meaning while at the same time they give new meaning – as the primary void has taken a concrete form, a new form through the personalization and transfer you realized.
The writing undeniably denotes the absence and death (of a person), does it not? At the same time the primary trauma, the emptiness, acquires through writing form and eternal existence, and articulates some essential experiences changing from a trace of absence, death, to the point and symbol of return and revival.. For this reason, the contemplation of these works does not provoke any sorrow, only fascination – therefore enhancing their aesthetic enjoyment. Am I right?
V.T: Perhaps the most interesting things in our life come to us when we are open and ready to indulge ourselves in coincidences. In such a way, I found myself in front of these tombstones and detected their significance. Hence, I found myself drawn to imprinting gravestones of people I had never known, and how could this have happened, as they had lived in a completely different time and place.
So, what was the common link between me and these absent people to whom I was unconnected either by descent or location?
I think it should be our common language, the a, the o, the b the c, the r, vowels and consonants which we pronounced, and used in order to communicate and express ourselves in our lives, each of us in the extend of the need he had to do it.
These letters of the alphabet, of the Greek language, our mother tongue, even when used to write a text from a foreign language, unfamiliar to us such as Turkish (Karamanli writing) seem to carry an energy that serves as strong connective net among people who had spoken it and people who still speak it.
What I find extremely interesting is the change in the use of these gravestones, how they are moved from the cemetery to instead pave its courtyard as a huge marble puzzle. And then an artist imprints them and reflects their image vertically on the wall, at eye level.
Finally, while I was working to create these works and even now that I consider them as stand-alone entities, standing in front of me, they are a strong point of reference, in my thoughts, a dialectic of the immense topic referring to the concept of absence, the definition of memory and how the different attitudes of societies towards death, serve as the mirror of each culture.
Vassia Karkayanni-Karabelia
Art Historian, Αrt Critic (AICA France)
Ο Τάσσος Τριανταφύλλου μιλάει για τις “Ταυτότητες” με την Βάσια Καρκαγιάννη Καραμπελιά.
Β. Καραμπελιά : Γνωρίζοντας την εικαστική σου πορεία εδώ και πολλά χρόνια κι έχοντας παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον την ”περιπέτεια” – όπως την αποκαλείς – της έρευνάς σου γύρω από την γραφή, το αποτύπωμα πολυειδών υλικών και μορφών καθώς και την μετατροπή όλων αυτών των εμπειρικών αρχετύπων σε πρωτότυπες δημιουργίες, θα ήθελα αρχικά να έλεγες πώς, δια μέσου ποιών πλαστικών και πνευματικών διεργασιών επιλέγεις την αναζήτηση των ”δυνατοτήτων της γραφής” ως εκφραστικό μέσο.
Όσον αφορά τα συγκεκριμένα έργα, τα ‘αποτυπώματα’ από τις ταφικές πλάκες της Μονής Ζωοδόχου Πηγής (Μπαλουκλή) στην Κωνσταντινούπολη, μπορείς να μιλήσεις για την μεγάλη έλξη, την κεραυνοβόλο γοητεία που άσκησαν πάνω σου, η οποία και σε οδήγησε στην διαδικασία αποτύπωσής τους;…
Τ. Τριανταφύλλου: Η περιπέτεια αυτής της έρευνας ξεκινά το 1997 στο Εδιμβούργο όταν αρχίζω να γράφω την πρόταση «The artist is the creator of beautiful things», πρώτος αφορισμός για την τέχνη του Oscar Wilde, επαναλαμβανόμενα στην επιφάνεια ενός χαρτιού. Όταν γεμίζει η σελίδα του χαρτιού, επανέρχομαι και γράφω, με την ίδια πάντα πρόταση, πάνω σε αυτό που ήδη έχει γραφεί. Αυτή η δράση επαναλαμβάνεται τόσες φορές, μέχρις ότου χαθεί το οπτικό «σήμα» της λέξης.
Αυτό που απεικονίζεται στην ουσία είναι η ενέργεια του χεριού μου πάνω στο χαρτί καθώς γράφει. Αυτές τις εικόνες που προκύπτουν τις εντάσσω συνθετικά σε κύκλους, τετράγωνα, και γραμμές και video.
Καταλήγω να αφεθώ σε μια εντελώς «αρχετυπική» μορφή γραφής (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο) με τέτοια πυκνότητα γραμμών ούτως ώστε το τελικό αποτέλεσμα της εικόνας να μην μαρτυρά την αρχική πρόθεση του γραψίματος. Έτσι προκύπτουν έργα όπως μία σειρά από μαύρους κύκλους με ένα στρογγυλό κενό σαν κέντρο. Θέλω να τονίσω ότι αυτά τα έργα προκύπτουν μετά από την εργασία μου με την επαναλαμβανόμενη γραφή και τα θεωρώ εξέλιξη αυτής της έρευνας.
Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα την έρευνά μου και βρίσκοντας επιφάνειες (ορυκτά, ξύλα, σίδερα κ.α.) ακουμπώ επάνω τους τα χαρτιά μου και βγάζω τα αποτυπώματά τους με απόλυτη πυκνότητα γραφής με τη μέθοδο του Frottage. Έτσι, η χειρονομία που αρχικά είναι γραφή, βρίσκει τώρα την έκφρασή της, στην απόλυτα μαύρη επιφάνεια που προκύπτει μέσω αυτών των αποτυπώσεων.
Η έρευνά μου αυτή βρίσκει μια πολύ σοβαρή έκφραση στις ταφικές πλάκες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που βρίσκονται σήμερα στην Πόλη, στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής- Μπαλουκλί. Τα έργα αυτά λοιπόν, είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που αρχίζει με την έρευνα του ζωγραφικού μου χώρου με την ενέργεια της γραφής και συναντάει την εξέλιξη της έκφρασής της στην αποτύπωση αυτών των επιφανειών.
Β. Καραμπελιά :Εκείνο που προσωπικά με γοητεύει και συνάμα με εξάπτει στα έργα αυτά, είναι ο άκρως αινιγματικός χαρακτήρας τους. Τα ιδία τα πράγματα – οι ταφικές εγχάρακτες πλάκες – σηματοδοτούν την απουσία, τον θάνατο. Επί πλέον οι γραφές, με ελληνικά γράμματα αλλά σε άλλη γλώσσα ( τουρκική, Καραμανλιδικα ) επαυξάνουν την αίσθηση απουσίας νοήματος ενώ συγχρόνως παράγουν νέο νόημα – καθώς το πρωταρχικό κενό έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, μια μορφή νέα, μέσω της ιδιοποίησης και μεταφοράς που εσύ πραγματοποίησες.
Η γραφή βέβαια, από μόνη της, σηματοδοτεί την απουσία και τον θάνατο ( ενός ατόμου), έτσι δεν είναι; Ταυτόχρονα το πρωταρχικό τραύμα, το κενό, παίρνει δια της γραφής μορφή και αιώνια ύπαρξη, κι αρθρώνει κάποιες ουσιαστικές εμπειρίες μεταβαλλόμενο από ίχνος απουσίας, θανάτου, σε σημείο και σύμβολο επιστροφής κι αναβίωσης.. Γι αυτό και η ενατένιση των συγκεκριμένων έργων, καμιά θλίψη δεν προκαλεί – πράγμα που επαυξάνει την αισθητική τους απόλαυση. Κάνω λάθος;
Τ. Τριανταφύλλου: Ίσως τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στη ζωή μας έρχονται όταν είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι να αφεθούμε στις συμπτώσεις.
Κάπως έτσι με έφερε και εμένα ο δρόμος μου μπροστά σε αυτές τις πλάκες, 2010 και εντόπισα το ενδιαφέρον και τη σημασία των πλακών αυτών.
Μπήκα λοιπόν στην διαδικασία να αποτυπώνω ταφικές πλάκες ανθρώπων που δεν είχα γνωρίσει ποτέ, πώς θα μπορούσε, είχαν ζήσει σε διαφορετικό χρόνο και τόπο από εμένα.
Τι κοινό να με ένωνε όμως, με όλους αυτούς τους απόντες, εμένα, που από καταγωγή αλλά και γεωγραφικά δεν συσχετίζομαι μαζί τους;
Νομίζω ότι θα πρέπει να είναι η κοινή μας γλώσσα, τα α, τα ο, τα βου τα γου τα ρω, φωνήεντα και σύμφωνα που προφέραμε και επικοινωνήσαμε και εκφραστήκαμε στις ζωές μας, ο καθένας στον βαθμό που είχε την ανάγκη να το κάνει.
Αυτά τα στοιχεία της αλφαβήτου, της Ελληνικής γλώσσας, της κοινής μας γλώσσας, ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται για να γραφτεί κείμενο μιας ξένης προς εμάς γλώσσας όπως είναι η Τουρκική (Καραμανλίδικη γραφή) συνεχίζουν, φαίνεται, να μεταδίδουν μια ενέργεια που λειτουργεί ως δυνατός συνεκτικός ιστός μεταξύ ανθρώπων που την μίλησαν και ανθρώπων που συνεχίζουν να την μιλούν ακόμα. Αυτό που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι η αλλαγή της χρήσης πλακών, από το νεκροταφείο μεταφέρονται και καλύπτουν σαν ένα τεράστιο μαρμάρινο πάζλ την αυλή του Μοναστηριού και ακόμα ότι ένας καλλιτέχνης, τις αποτυπώνει και παρουσιάζει το αποτέλεσμα της εικόνας τους κάθετα στον τοίχο, στο ύψος των ματιών μας.
Τέλος, στον χρόνο που εργάστηκα για να πραγματοποιηθούν τα έργα αυτά, αλλά και τώρα που τα βλέπω σαν αυθύπαρκτες οντότητες, να στέκονται απέναντί μου, αποτελούν ένα δυνατό σημείο αναφοράς, στη σκέψη μου, μιας διαλεκτικής του τεράστιου θέματος της έννοιας της απουσίας, το τι είναι μνήμη και πως η αντιμετώπιση του θανάτου από τις κοινωνίες είναι ο καθρέφτης του κάθε πολιτισμού.
Βάσια Καρκαγιάννη- Καραμπελιά
Ιστορικός Τέχνης, τεχνοκριτικός (AICA -France)
Identities of Greeks who lived in Istanbul in the 19th century as seen in the work of Tassos Triandafyllou: the transformation of historical testimony into art
In 2010 Tassos Triandafyllou visited the Monastery of Zoodochos Pege in Baloukli, Istanbul. In the courtyard of the monastery his curiosity was pricked by the gravestones from the adjacent Orthodox cemetery, which had been removed due to the construction of a new road, and instead today pave the courtyard of the monastery. The “huge marble puzzle”, as the artist calls it, is undoubtedly an important historical testimony of the community of Greeks in Istanbul in the 19th century. Each of the deceased is described by name, surname, place of origin, the parish to which he belonged, dates of birth and death, even the cause of death is sometimes mentioned, and it is accompanied at the bottom of the gravestone by the trademark of his profession.
The writing on them and the symbols they conveyed were only two of the aspects which captured the artist’s attention. Equally important is the marble as material, its erosion, which is also incorporated in his work, and the new location of the gravestones. All these elements entailed morphological and conceptual challenges inviting the artist to confront and process them by breathing new life into them. The result is an autonomous new entity which brings the historical testimonies of the past almost intact into the present.
Tassos Triandafyllou has been experimenting with the possibilities and potential that writing offers as a means of expression since the 1990s. He has already used frottage, a technique that includes possibilities for plasticity. Using this accumulated experience with respect to both this undertaking, the artist chose to work on the original material to create a series of fifteen works. He used frottage to transfer imprints of the surface of fifteen gravestones onto Somerset and Okawara paper (150 x 100 cm. and 185 x 100 cm.)
In these works the hard, cold surface of the white marble on the ground is transferred onto the light, black surface of the paper, and then displayed at eye level. Thereby the religious practice of Orthodox Christians is transformed into an artistic testimony, without any loss of historical value. A new world emerges: it is the world of erosion, gaps, interruptions, holes, script and punctuation, visual symbols, space where the embossing and plasticity of the marble are imprinted on paper. The main feature of this work is the contrast of black graphite with the white gaps left by each engraved mark on the marble surface, and the combination of painting with imprint.
The commentary by the artist himself on the content of his work in his introduction to the catalogue of his exhibition at the Byzantine and Christian Museum in Athens in 2014 is the best epilogue: “What I find extremely interesting is the change in the use of these gravestones … ““and even now that I consider them as stand-alone entities, standing in front of me, they are a strong point of reference, in my thoughts, a dialectic of the immense topic referring to the concept of absence, the definition of memory and how the different attitudes of societies towards death serve as the mirror of each culture. “
Ioanna Alexandri
Art Historian, Byzantine & Christian Museum, Athens.
Ταυτότητες Ελλήνων της Πόλης του 19ου αιώνα στο έργο του Τάσσου Τριανταφύλλου: η μεταμόρφωση του ιστορικού τεκμηρίου σε εικαστικό.
To 2010 ο Τάσσος Τριανταφύλλου επισκέπτεται τη Μονή Ζωοδόχου Πηγής-Μπαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη. Στον αύλειο χώρο της Μονής το ενδιαφέρον του προσελκύουν οι ταφικές πλάκες προερχόμενες από το παρακείμενο ορθόδοξο νεκροταφείο, οι οποίες απομακρύνθηκαν όταν διανοίχτηκε δρόμος και σήμερα καλύπτουν την αυλή του μοναστηριού. Το «τεράστιο μαρμάρινο παζλ», όπως χαρακτηριστικά το ονομάζει ο καλλιτέχνης αποτελεί κατ’ αρχήν σημαντική ιστορική μαρτυρία της κοινότητας των Ρωμιών της Πόλης του 19ου αιώνα. Ο νεκρός περιγράφεται με όνομα, επίθετο, τόπο καταγωγής, την ενορία στην οποία ανήκε, ημερομηνία γέννησης και θανάτου, αιτία θανάτου κάποιες φορές και συνοδεύεται στο κάτω μέρος της επιτύμβιας πλάκας με το σύμβολο του επαγγέλματός του.
Γραφή και σύμβολα ήταν δυο μόνο από τις εικονιστικές παραμέτρους που προσήλκυσαν την προσοχή του καλλιτέχνη. Υπήρχαν όμως κι άλλα: το υλικό του μαρμάρου, οι φθορές του υλικού, οι οποίες κι αυτές είχαν ενσωματωθεί στο έργο, η θέση των αντικειμένων στο χώρο, όλα εμπεριείχαν μορφολογικές κι εννοιολογικές προκλήσεις και προσκαλούσαν τον καλλιτέχνη να αναμετρηθεί μαζί τους και να επεξεργαστεί όλα τα στοιχεία δίνοντάς τους μια νέα ζωή, για την ακρίβεια μια αυτόνομη ύπαρξη, η οποία ταυτόχρονα μεταφέρει αυτούσιες τις ιστορικές μαρτυρίες του παρελθόντος.
Ο Τάσσος Τριανταφύλλου διερευνά ήδη από την δεκαετία του 1990 τις δυνατότητες και τη δυναμική που εγκλείει η γραφή ως εκφραστικό μέσο και παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική του φροτάζ (frottage), τεχνική η οποία επίσης εμπεριέχει πλαστικές δυνατότητες. Με δεδομένη την συσσωρευμένη καλλιτεχνική εμπειρία πάνω στους δυο προαναφερθέντες άξονες, ο καλλιτέχνης επέλεξε να εργαστεί πάνω στο πρωτογενές υλικό δημιουργώντας μια ενότητα δεκαπέντε έργων. Αποτύπωσε με τη μέθοδο του φροτάζ την επιφάνεια από δεκαπέντε επιτάφιες πλάκες σε δεκαπέντε χαρτιά Somerset και Okawara διαστάσεων 150 Χ 100 εκ. και 185 Χ 100 εκ.
Στα έργα αυτά η σκληρή, ψυχρή επιφάνεια του λευκού μαρμάρου πάνω στη γη μεταμορφώνεται στην ελαφριά, μαύρη, ορθωμένη στο ύψος του ματιού του θεατή, επιφάνεια του χαρτιού. Το υλικό τεκμήριο της θρησκευτικής πρακτικής των Ορθοδόξων χριστιανών μεταμορφώνεται σε εικαστικό τεκμήριο -χωρίς να χάνει διόλου την ιστορική του αξία. Ένας νέος κόσμος αναδύεται: είναι ο κόσμος της φθοράς, των ρωγμών, των διακοπών, των οπών, των σημείων του αλφαβήτου και της στίξης, των ζωγραφικών συμβόλων, ο χώρος όπου η αναγλυφικότητα και η πλαστικότητα του μαρμάρου αποτυπώνονται στο χαρτί. Η αντίστιξη του μαύρου γραφίτη με τα λευκά κενά που αφήνει κάθε χαραγμένο σημάδι στην επιφάνεια του μαρμάρου, η συνάντηση της ζωγραφικής με το ανάγλυφο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής ενότητας.
Ο σχολιασμός από τον ίδιο τον καλλιτέχνη του περιεχομένου της δουλειάς του στο εισαγωγικό του κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης των έργων στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα το 2014 αποτελεί τον καλύτερο επίλογο: «Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον είναι η αλλαγή της χρήσης αυτών των πλακών…», «και τώρα που τα βλέπω σαν αυθύπαρκτες οντότητες, να στέκονται απέναντί μου, αποτελούν ένα δυνατό σημείο αναφοράς στη σκέψη μου, μιας διαλεκτικής του τεράστιου θέματος της έννοιας της απουσίας, το τι είναι μνήμη και πώς η αντιμετώπιση του θανάτου από τις κοινωνίες είναι ο καθρέφτης του κάθε πολιτισμού».
Ιωάννα Αλεξανδρή
Ιστορικός Τέχνης- Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.
Portraits – Places
Portraits. Representations of real, existing people, using drawing, painting, engraving or sculpture (myriads of similar portraits can be found worldwide dating back to the most remote antiquity, and among them the wonderful lekythi or painted stelas of ancient Greece as well as the stunning Fayum portraits).
Descriptions – oral or written – of a human being or in a broader sense of a multifaceted entity or context.
And place, places, are real or imaginary territories – the land on which we stand, the country, the world, or even non-places, places of the soul – the conscious, preconscious and subconscious – with their systems, their associative paths and regressions…
In this exhibition, among the splendid archaeological exhibits of the Byzantine Museum, there is a series of large, hieratic pictures on paper, imprints created by the artist Tassos Triandafyllou (using graphite and the technique of frottage) of funerary monuments once lying in the precincts of Greek cemeteries in the area of the historic monastery of Zoodochos Pege ( ‘Virgin source of Life’ – ‘Baloukli’ in Constantinople ), subsequently dis-placed and currently serving as marble tiles at the enclosure of the monastery.
Images, portraits, are not traced on them. Not even a sign of painting apart from engraved inscriptions/texts (in Greek language or ”Karamanli dialect”) providing information about the professional or social identity of the deceased: their place of birth and where they lived, whom they were married to and when they died – the multitudinous places and times (from the early to the mid19th century) of their lifetime, and under each text there is a mark in embossed form representing the tools of their profession (a chisel, a hammer, a scale, an animal, a ladle, a strainer…). A kind of encoded, simplified vocabulary or encrypted elliptical descriptions is implied, having distant affinities with the ekfraseis (real images with words) used by the Greeks and later on by the Romans to identify a person, which can be found at least from the 2nd to the 3rd century BC, reappear in the 11th, later on old Missals and finally in the ”Guide to painting” [Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης] by Dionysios of Fourna in the 18th century.
A world of history and civilization emerges imperceptibly and unfolds beneath the feet of the visitors of the Monastery, adults going to church οr children playing in the churchyard. Faces and masks, celebrations and mourning, births, dances and feasts, music and floral scents. Even the physical characteristics of no longer existing people are outlined: “Once I was here, I worked in this place, behold the signs of my toil, behold my family, behold my life”. Visible and invisible coexist. The dead speak, the great loss – the death trauma – is externalized, becoming narration and life. This unrepeatable, unique experience of the works Portraits – Places of Tassos Triandafyllou, is also conveyed to the viewer.
As for the images, they were directly imprinted, without the mediation of photography or other means except for the artist’s hand, the human intervention – the feverish artistic gesture of detection and appropriation of the real and imaginary world.
Undoubtedly, the imprint is not a new element in the artistic practice of Tassos Triandafyllou. The quest and the impression of the trace has always preoccupied and inspired him starting from the traces of his own artistic gesture, when the endlessly repeated writing resulted in eliminating the ”visual sign” of words. Later on, the imprinting included complex and various surfaces and materials (minerals, metal, wood) always using the method of frottage. He synthetically incorporated the emerging images into circles, squares and lines or minimalist structures and environments. The energy of the body, the hand that designs and seeks to reveal the inner nature of things, to find their causes, their origin and history and to express the immense primary trauma of existence, lies at the centre of his expressive investigations – hence deriving his intuitive attraction to the tombstones of Baloukli.
The artistic outcome is an entirely personal work – such as the work presented in this exhibition, of extreme sensitivity and intelligence. Innovative artifacts, not ignoring the past, the time, but taking the risk of challenging history claiming their own diversity.
Vassia Karkayanni – Karabelia
Art Historian (ΑΙCA France).
Πορτραίτα – Τόποι
Πορτραίτα. Αναπαραστάσεις πραγματικών, υπαρχόντων ατόμων, με το σχέδιο, τη ζωγραφική, τη χαρακτική ή και τη γλυπτική ( από την πιο μακρινή αρχαιότητα έχουμε μυριάδες ανά τον κόσμο τέτοια πορτραίτα-αναπαραστάσεις, κι ανάμεσά τους τις θαυμάσιες ληκύθους ή τις ζωγραφιστές επιτύμβιες στήλες της ελληνικής αρχαιότητας καθώς και τα εκπληκτικά πορτραίτα του Φαγιούμ ).
Περιγραφές – προφορικές ή γραπτές – ενός ανθρώπινου όντος, αλλά κατ’ επέκταση μιας περίπλοκης οντότητας ή κατάστασης.
Και τόπος, τόποι, είναι εδάφη πραγματικά ή φανταστικά – η γη που πατούμε, η χώρα, η υφήλιος, ή πάλι οι ου-τόποι, τόποι της ψυχής – συνειδητό, προσυνειδητό, υποσυνείδητο – με τα συστήματά τους, τους συνειρμικούς τους δρόμους και τις παλινδρομήσεις τους.
Εδώ, ανάμεσα στα θαυμάσια αρχαιολογικά εκθέματα του Βυζαντινού Μουσείου, έχουμε μια σειρά από μεγάλες, ιερατικές χάρτινες εικόνες, αποτυπώματα τα οποία εξετέλεσε ο καλλιτέχνης Τάσος Τριανταφύλλου ( με υλικό το γραφίτη και την τεχνική του φροτάζ ) ταφικών μνημείων που άλλοτε αναπαύονταν μες στον περίβολο ελληνικών κοιμητηρίων, στο χώρο του ιστορικού μοναστηριού της Ζωοδόχου Πηγής – Μπαλουκλή, στην Κωσταντινούπολη, που εκ-τοπίστηκαν κι αυτά, χρησιμεύουν δε πλέον σαν πλακόστρωτο του περιβόλου της Μονής.
Εικόνες, πορτραίτα δεν υπάρχουν πάνω τους. Καμιά ζωγραφιά, έξω από εγχάρακτες γραφές/ κείμενα ( σε γλώσσα ελληνική ή καραμανλίδικη ) που δίνουν την επαγγελματική ή κοινωνική ταυτότητα του νεκρού : πού γεννήθηκε, πού έζησε, με ποιόν ή ποιάν παντρεύτηκε, πότε πέθανε, τους πολλαπλούς τόπους και χρόνους ( αρχές έως μέσα του 19ου αιώνα) της εν ζωή ύπαρξής του και κάτω από κάθε κείμενο ένα σχεδίασμα σε ανάγλυφη μορφή που παριστάνει τα εργαλεία της δουλειάς που έκανε (ένα καλέμι, ένα σφυρί, μια ζυγαριά, ένα ζώο, μια κουτάλα, ένα τρυπητήρι…). Ένα είδος κωδικοποιημένου, απλοποιημένου λεξιλογίου ή κωδικοποιημένων ελλειπτικών περιγραφών διαφαίνεται, με μακρινή συγγένεια προς τις εκφράσεις (αληθινές εικόνες με λέξεις) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και κατόπιν οι Ρωμαίοι για να ταυτοποιήσουν ένα άτομο, τους οποίους συναντούμε τουλάχιστον από τον 2ο – 3ο αιώνα π.Χ. και ξαναβρίσκουμε στον 11ο, αργότερα δε, σε παλιά Συναξάρια, τέλος στην «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του Διονύσιου εκ Φουρνά των Αγράφων, τον 18ο αιώνα..
Ένας κόσμος ιστορίας και πολιτισμού αναδύεται ανεπαίσθητα και κυκλοφορεί κάτω από τα πέλματα των επισκεπτών του Μοναστηριού, των μεγάλων που πάνε στην εκκλησιά, των παιδιών που παίζουν στο προαύλιο. Πρόσωπα και προσωπεία, γιορτές και πένθη, γέννες και χοροί και φαγοπότια, μουσικές και αρώματα λουλουδιών. Μέχρι και τα σωματικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια, σκιαγραφούνται: «εγώ υπήρξα εδώ, εργάστηκα εδώ, ιδού οι σφραγίδες του μόχθου μου, ιδού η οικογένεια, ιδού η ζωή μου». Ορατά και αόρατα συνυπάρχουν. Οι νεκροί μιλούν, το μεγάλο κενό, το τραύμα του θανάτου εξωτερικεύεται, γίνεται αφήγηση και ζωή. Ανεπανάληπτη, μοναδική εμπειρία, που μεταφέρεται και στο θεατή των έργων Πορτραίτα – Τόποι του Τάσσου Τριανταφύλλου!
Οι εικόνες αποτυπώθηκαν απ’ευθείας, χωρίς διαμεσολάβηση φωτογραφίας ή άλλου μέσου έξω απ’ αυτό του χεριού, της ανθρώπινης επέμβασης – της εμμανούς εικαστικής χειρονομίας ανίχνευσης και ιδιοποίησης του πραγματικού και φαντασιακού κόσμου. Η αποτύπωση, βέβαια, δεν είναι νέο στοιχείο στην καλλιτεχνική πρακτική του Τάσου Τριανταφύλλου . Ανέκαθεν η αναζήτηση και αποτύπωση του ίχνους τον απασχόλησε και τον συγκίνησε, αρχίζοντας από τα ίχνη της ίδιας του της εικαστικής χειρονομίας, της γραφής, όταν, αέναα επαναλαμβανόμενη, έφτανε να εξαφανίσει το «οπτικό σήμα» των λέξεων. Τις εικόνες που προέκυπταν τις ενέτασσε συνθετικά σε κύκλους τετράγωνα και γραμμές. Αργότερα, η αποτύπωση περιέλαβε επιφάνειες και υλικά πολυσύνθετα, πολυειδή (ορυκτά, μέταλλα, ξύλα) πάντα με την μέθοδο του φροτάζ.
Η ενέργεια του σώματος, αυτό το χέρι που σχεδιάζει και ζητά να αποκαλύψει την εσώτερη φύση των πραγμάτων, να βρει τα αίτια, την καταγωγή, την ιστορία τους, ν’ αντιμετωπίσει το τεράστιο πρωταρχικό τραύμα της ύπαρξης, ήταν στο κέντρο των δημιουργικών του αναζητήσεων. Εξ ού και η τεράστια έλξη του προς τις επιτύμβιες πλάκες στο Μπαλουκλή.
Το εικαστικό αποτέλεσμα είναι, πάντα, έργα απολύτως προσωπικά – όπως αυτά που εκτίθενται σήμερα – ακραίας ευαισθησίας και ευφυίας. Έργα νεωτερικά, που δεν αρνούνται το παρελθόν, το χρόνο, παίρνουν δε το ρίσκο να αναμετρηθούν με την ιστορία διεκδικώντας την διαφορετικότητά τους.
Βάσια Καρκαγιάννη – Καραμπελιά
Ιστορικός τέχνης (AICA)