Hands

“Fortune teller” (detail) , 17X12cm, frottage-graphite, 2003

Κείμενο για την έκθεση του Τάσσου Τριανταφύλλου στην Diana Galley Down Town στην Αθήνα το 2003                      

Ο Τάσσος Τριανταφύλλου, βλέπει την Τέχνη, σαν οδοιπορικό, σαν μια Οδύσσεια μέσα στο Χώρο και στο Χρόνο, όπου και θέλει να αφήσει τα χνάρια του…

Ενεργειακή γραφή σε κατασκευές, περιβάλλοντα και επίτοιχα είναι το εύστοχο αποτέλεσμα, έργα τα οποία δουλεύει με την τεχνική του Frottage, με μολύβι, μελάνια και γραφίτη.

Τα έργα αυτά δεν εμπεριέχουν μόνον τα προσωπικά του «αποτυπώματα» αλλά την μελέτη της «κατοικημένης πέτρας», ενός φύλου, μιας παλάμης, ενός κοχυλιού, όλη αυτή τη φοβερή οργάνωση της φύσης, η οποία κάθε άλλο, παρά αποκλείει τις ονειροπολήσεις…

Η φύση αποκτά πολύ γρήγορα την ασφάλεια της «κλεισμένης ζώνης», ίσως για αυτό και η ιδιαίτερη αγάπη του Τάσσου Τριανταφύλλου για την ιερότητα του Κύκλου.

Αλλά ο ονειρευόμενος, ο καλλιτέχνης, παρακολουθεί όλο και από κοντά, το βαθύ παιχνίδι των εικόνων και των αντιφάσεών τους.

Το έδαφος, απ’ όπου ξεφυτρώνει το ανθρώπινο όν, είναι το «τίποτα», με την έννοια του σύμπαντος. Και όμως σε αυτό το βάθρο του «τίποτα» βλασταίνουν οι ανθρώπινες αξίες. Έτσι συνεχίζεται το οδοιπορικό μέσα από αυτές και την συνεχή ανατροπή τους, μέσα από την πιο πειθαρχημένη οργάνωση, αλλά και το μυστήριο του Χάους, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της.

Λένα Κοκκίνη

Ιστορικός Τέχνης- Μέλος της Διεθνούς A.I.C.A.

 

Οι εργασίες του Τάσσου Τριανταφύλλου επεξεργάστηκαν απευθείας αρχικά, τα καθεαυτά υλικά αντικείμενα, χωρίς συνδυαστική ή συνθετική πρόθεση.

Έτσι η ύλη της εργασίας έτεινε να είναι το καθεαυτό αντικείμενο: Ήταν σειρές από κλαδιά, από σκόνη κάρβουνου και από σκόνη ζάχαρης, από χρωματικές σκόνες και από κερί. Κεντρική ιδέα της εργασίας ήταν ότι οι διαφορετικές ύλες συμπαρέσυραν τη μορφή της παρουσίας τους, ώστε να περιορίζεται το πρόβλημα της επιλογής της μεθόδου.

Αρχικά ο Τριανταφύλλου είχε εργασθεί σε μεγάλες επίτοιχες επιφάνειες αποτελούμενες από κομμάτια κάρβουνου των οποίων η πολλαπλότητα της οπτικής διάχυσης απέκλειε την οποιαδήποτε επικέντρωση του βλέμματος σε ένα συγκεκριμένο σημείο.

Σε αυτές τις εργασίες , η καθετότητα δεν αποτελούσε στοιχείο οπτικής (και προοπτικής) επικέντρωσης, λόγω της διάθλασης της επιφάνειας σε πολλαπλές οπτικές κατευθύνσεις, ώστε η θέση του θεατή να μην ορίζεται από το αντικείμενο.

Επρόκειτο λοιπόν για το απεριόριστο της επέκτασης της ύλης προς το χώρο, όπως θα συνέβαινε παραθετικά σε μια επιφάνεια. Αντίθετα όμως η οπτική προσέγγιση θα επικεντρωθεί στις εργασίες του με όγκους κεριού, απλωμένους σε μια επιφάνεια, πάνω στην οποία συνιστούσαν μια καμπυλότητα στο κέντρο, το σημείο της εστίασης του βλέμματος.

Ο καλλιτέχνης εργάστηκε επίσης σε κλαδιά σε οριζόντιες διατάξεις εδώθε και εκείθεν μιας άδειας γραμμής, ώστε να περιορίζεται το προνομιούχο βλέμμα ή ώστε η ύλη να συνιστά η ίδια και τον καθορισμό των ορίων της.

Γι’ αυτό και αρχικά, η εργασία είχε ως προκαταρκτικό αντικείμενο της επεξεργασίας, την αναζήτηση του σημείου αναφοράς της εκάστοτε ζωγραφικής επιφάνειας που κατασκευάζει , στη μοναδικότητά της,- αλλά επίσης και την αναζήτηση του σημείου της αναφοράς στις συνέχειες της ίδιας επιφάνειας-, στις επακόλουθες, επόμενες επιφάνειες. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η ιδική φυσιογνωμία αυτής της εργασίας την οποία θα θεωρήσουμε ως ένα συνεχή προθάλαμο του κάθε φορά επόμενου, εν δυνάμει να διαμορφωθεί, ζωγραφικού έργου,- που επρόκειτο να γίνει. Επίσης, αυτό το έργο θα ήταν το εκάστοτε μοναδικό, αλλά θα ήταν και η «σειρά», αυτή καθεαυτή ως έργο.

Θα προστεθεί ότι οι νέες έκτοτε εξελίξεις της εργασίας του, μετακίνησαν από το αρχικό σημείο της αναφοράς στην καθεαυτή συγκέντρωση αυτού του ίδιου του υλικού της εργασίας, στη μεταφορά του, στην αποτύπωση του υλικού της εργασίας, ως να επρόκειτο για το υλικό καθεαυτό και για το ίχνος του: το ίχνος εξυπακούει τη μεταφορά, αλλά και μια διφορούμενη συνθήκη κατά την οποία είτε η αρχική μήτρα είναι η αναφορά του αποτυπώματος είτε το αποτύπωμα είναι η αναφορά της μήτρας.

Καθώς όμως το αποτύπωμα επωμίσθηκε την υφή του υλικού στο οποίο αποτυπώθηκε, εμπλουτίσθηκε από μια νέα ύλη, που ήρθε να προστεθεί στην αρχική.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι τελευταίες αυτές εργασίες παρουσιάζουν την ιδιότητα να δανείζουν , δηλαδή να την διπλασιάζουν.

Η εικόνα κινείται ανάμεσα στα δύο, την προέλευση και την εφαρμογή της, την αντίληψη της προέλευσης ως αναιτιολόγησης χωρίς την εφαρμογή της, αλλά και την εφαρμογή ως μετέωρη χωρίς την προέλευση.

Σ΄αυτή την εργασία που λειτουργεί όπως ένας συλλογισμός, οι μεγάλες στρογγυλές και μαύρες επιφάνειες του καλλιτέχνη που έχει επεξεργαστεί με ένταση και με πίεση, υποδεικνύουν ένα χώρο περισυλλογής, ως την κατάληξη και ως τον στόχο της διαδικασίας: το μάτι, επικεντρώνεται στο σημείο της κεντρικής έντασης, σε ένα άδειο περιεχόμενο που λειτουργεί ως σημείο της έλξης. Η εργασία υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, ως το θέμα της εικόνας, ως μια περιοχή χωρίς περιεχόμενο, ως ένα σχήμα οργάνωσης.

Εμμανουήλ Μαυρομμάτης